Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγειρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαγειρεύω

  Ρήμα επεξεργασία

μαγειρεύομαι

  1. (για φαγητό) παρασκευάζομαι από κάποιον με μαγείρεμα
  2. (μεταφορικά) για κάι που ετοιμάζεται κρυφά
    κάτι μαγειρεύεται εκεί πέρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία