κοντράστ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντράστ < (λόγιο δάνειο) γαλλική contraste[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντράστ ουδέτερο άκλιτο
- αντίθεση, ιδίως η φωτεινή αντίθεση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ κοντράστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας