Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντράστ < (λόγιο δάνειο) γαλλική contraste[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντράστ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία