κεντώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεντώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κεντῶ → και δείτε τη λέξη κεντάω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kenˈdo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντώ
Ρήμα επεξεργασία
κεντώ
- άλλη μορφή του κεντάω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεντώ
→ δείτε τη λέξη κεντάω |