Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζάκορος < ζα (επιτατικό μόριο) και κορέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζάκορος αρσενικό ή θηλυκό