εκκολάπτομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.koˈla.pto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κο‐λά‐πτο‐μαι
- ομόηχο: εκκολάπτομε
Ρήμα επεξεργασία
εκκολάπτομαι, π.αόρ.: εκκολάφθηκα/εκκολάφτηκα, (ενεργ.: εκκολάπτω)
- παθητική φωνή του ρήματος εκκολάπτω
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε την κλίση στο εκκολάπτω