Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δημοσίου ουδέτερο

  1. γενική ενικού του δημόσιο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δημοσίου

  1. (λόγιο) γενική ενικού του δημόσιος
  2. (λόγιο) γενική ενικού του δημόσιο