Αγλαΐα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αγλαΐα < αρχαία ελληνική Ἀγλαΐα < ἀγλαός (λαμπερός)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αγλαΐα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- μία από τις Τρεις Χάριτες
- ο αστεροειδής 47 Αγλαΐα (47 Aglaja), που ανακαλύφθηκε το 1857
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αγλαΐα
|