κάνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py replace αντικατάσταση {{Β: με{{Π:
→‎{{εκφράσεις}}: + γυαλιά καρφιά / ας λημματοποιηθούν τα περισσότερα. To πολύ bold είναι κουραστικό: φτάνει bold στη λέξη κάνω
Γραμμή 104:
* '''[[κάνω του κεφαλιού μου]] / ό,τι μου κατεβαίνει / ό,τι μου έρχεται''' : : [[ενεργώ]] [[απερίσκεπτα]]
* '''κάνω υπομονή''' : υπομένω, είμαι υπομονετικός
* (τα '''κάνω''') [[γυαλιά καρφιά]]
* '''τα κάνω πάνω μου''' : [[τρομοκρατούμαι]], [[πανικοβάλλομαι]], [[φοβάμαι]]
* '''τα κάνω θάλασσα/μαντάρα/σαν τα μούτρα μου''' : προκαλώ το χάος, τα μπλέκω, αποτυγχάνω
* '''την κάνω''' : (''αργκό'') [[φεύγω]], ιδίως για να [[αποφεύγω|αποφύγω]] μια δυσάρεστη υποχρέωση
* '''την έκανα''' : (α) έκανα [[βλακεία]] ή [[ζημιά]] (β) έφυγα
* '''την έκανα λαχείο''' : έπαθα [[ζημιά]], με βρήκε [[συμφορά]]
* '''τι κάνεις;''' : (α) πώς είναι η υγεία σου; (β) ποια τα νέα σου;
* '''τα κάνω πάνω μου''' : [[τρομοκρατούμαι]], [[πανικοβάλλομαι]], [[φοβάμαι]]
* '''τα κάνω θάλασσα/μαντάρα/σαν τα μούτρα μου''' : προκαλώ το χάος, τα μπλέκω, αποτυγχάνω
* '''τον έκανες τη μούρη κρέας''' : {{ειρων}} τον έκανες να ντραπεί, δηλ. δεν νιώθει καμία ντροπή ή μετανιώνει παρ' ό,τι του είπες
* '''χρυσό τον έκανα''' : τον χιλιοπαρακάλεσα, του υποσχέθηκα πολύ μεγάλο αντάλλαγμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κάνω"