ἀκαματοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Νέα σελίδα: =={{-gkm-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < ἀκαμάτης ==={{ουσιαστικό|gkm}}=== '''{{PAGENAME}}''' {{α}} ( & ἀκαμασ... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 10:53, 7 Αυγούστου 2013
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀκαματοσύνη < ἀκαμάτης
Ουσιαστικό
ἀκαματοσύνη αρσενικό ( & ἀκαμασιά και ἀκαμασία )
Συγγενικά
- ἀκαματεύω
- ἀκαμάτης
- ἀκαματήριν (το ζώο που δεν είχε συνηθίσει στη σκληρή δουλειά, < ἀκαμάτης + -ήριν)