πασαρέλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} ==={{ουσιαστικό|el}}=== [[Αρχείο:Custo_Dalmau_(C... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 17:19, 8 Αυγούστου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πασαρέλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πασαρέλα, η
- υψωμένη επιφάνεια πάνω στην οποία τα μοντέλα περπατούν μπροστά από το κοινό σε επίδειξη μόδας
- χώρος στον οποίο περνάνε πολλές κι όμορφες κοπέλες σε κοινή θεά τρίτων
- η παραλία έγινε σωστή πασαρέλα το Σαββατοκύριακο
- το να περπατάει κάποιος/α μπροστά στο κοινό σε επίδειξη μόδας
- εκεί που έκανε πασαρέλα, πάτησε το φόρεμά της και παραλίγο να το σκίσει
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πασαρέλα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πασαρελα».