φασκελώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < φασκελώνω < σφακελώνω < σφάκελο < σφάκελος ==={{ρήμα}}=== '''{{P... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 07:56, 5 Νοεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φασκελώνομαι < φασκελώνω < σφακελώνω < σφάκελο < σφάκελος
Ρήμα o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου
φασκελώνομαι
- ρίχνω στον εαυτό μου μούτζα, μου δίνω ένα φάσκελο, ασκώ κάπως ακραία αυτοκριτική για ένα λαθος μου χρησιμοποιώντας την αντίστοιχη λαϊκή υβριστική χειρονομία
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φασκελώνομαι