Δον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Δον < (οπτικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία Don < ρωσική Дон
- → δείτε και τη λέξη δον
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Δον αρσενικό άκλιτο
- άλλη μορφή του Ντον, ποταμού της Ρωσίας
- ⮡ «Ο ήρεμος Ντον» ή «Ο ήρεμος Δον» είναι τίτλος μυθιστορήματος του ρώσου νομπελίστα Μιχαήλ Σολόχοφ.
- → δείτε δον