Δημούτσου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δημούτσου < γενική ενικού του αρσενικού Δημούτσος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈmu.t͡su/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δη‐μού‐τσου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔημούτσου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔημούτσου αρσενικό