Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΔΔΜΝ <

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΔΔΜΝ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Η ΔΔΜΝ αποτελεί τον δεύτερο μεγάλο κλάδο του ΓΕΝ