Γκαζαριάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γκαζαριάν < αρμενική Գազարյան (Gazaryan) (πατρωνυμικό)· Μορφολογικά αναλύεται σε Γκαζάρ (Λάζαρος) + -ιάν
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓκαζαριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) αρμενικής προέλευσης, αντίστοιχο ελληνικών επωνύμων όπως Λαζάρου, Λαζαρίδης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε Γαζαριάν