Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γενεβιέβη < παραλλαγή από (άμεσο δάνειο) γαλλική Geneviève < λατινική Genovefa, Genoveva, ενδεχομένως είτε από γερμανική προέλευση, τελικά από την πρωτο-γερμανική λέξη * kunją ("οικογένεια, οικογένεια") + wībą, κελτικής προέλευσης, που σημαίνει ("γυναίκα, σύζυγος").

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γενεβιέβη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία