Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαρυφαλίτσα < → δείτε τη λέξη γαρίφαλο (για τη γραφή με ύψιλον)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαρυφαλίτσα θηλυκό