Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΓΓΠΠ < Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας

  Συντομομορφή επεξεργασία

Γ.Γ.Π.Π. θηλυκό αρκτικόλεξο

Δείτε επίσης επεξεργασία