Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βούζας < οθωμανική τουρκική بوز (πάγος) τουρκική buz με [b] > [v] + -ας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvu.zas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βού‐ζας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βούζας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Βούζας σελ.119 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.
  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]