Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βιβόργ < (λόγιο δάνειο) δανική Viborg

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /viˈvoɾɣ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βι‐βόργ

  Μεταγραφή επεξεργασία

Βιβόργ ουδέτερο άκλιτο (καθαρεύουσα)

  • (πόλη) το Βίμποργκ
    ※  ΒΙΒΟΡΓ ἢ Βιβούργ, μικρὰ πόλις παρὰ τὴν λίμνην Βιβούργ, καθέδρα τοῦ ἀνωτάτου δικαστηρίου της βορείου Ἰουτλανδίας, καὶ ἐπισκόπου. (Αδριανός Βάλβι, Γεωγραφία (μτφ. Κ. Μ. Κουμάς), books.google, τόμός 2 (Εν Βιέννη: Τυπογραφία Αντ. Μπέικο, 1838), σελ. 248)