Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βίμποργκ < (πόλη Ρωσίας) (άμεσο δάνειο) ρωσική Вы́борг
(πόλη Δανίας) < (άμεσο δάνειο) δανική Viborg

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvim.boɾɡ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βί‐μποργκ

  Μεταγραφή επεξεργασία

Βίμποργκ ουδέτερο άκλιτο

  1. πόλη της Ρωσίας στην Ευρώπη
  2. πόλη της Δανίας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία