Βέσκοβο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βέσκοβο < μεταγραφή για την ιταλική Vescovo
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈve.sko.vο/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βέ‐σκο‐βo
- παρώνυμο: Βέσκοβι
- τονικό παρώνυμο: Βεσκόβο
Μεταγραφή επεξεργασία
Βέσκοβο άκλιτο