Βάσου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βάσου < γενική ενικού του αρσενικού Βάσος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.su/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βά‐σου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βάσου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Βάσου αρσενικό