Αϊβαλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Αϊβαλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική Ayvalık
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αϊβαλί ουδέτερο
- (πόλη) λιμάνι και αστικό κέντρο της Τουρκίας στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Λέσβο, παλιό ιστορικό κέντρο ελληνικού πληθυσμού, μέχρι το 1922
Σημειώσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Αϊβαλί στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αϊβαλί
|