Ανδρεασιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ανδρεασιάν : πατρωνυμικό, προέλευσης από την αρμενική , άλλη μορφή του Αντρεασιάν. Μορφολογικά αναλύεται σε Αντρεάς ([d] > [ð], ο Ανδρέας) + -ιάν.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑνδρεασιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο