Αμπέμπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αμπέμπα < αμχαρική አበባ, κυριολεκτικά: άνθος, λουλούδι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφή
επεξεργασίαΑμπέμπα αρσενικό ή θηλυκό
- όνομα (ανδρικό ή γυναικείο)
- ⮡ Η Αμπέμπα Ντεσαλέν (አበባ ደሳለኝ) είναι η αγαπημένη μου Αιθιοπίδα τραγουδίστρια