Αμάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈman/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μάν
- ομόηχο: αμάν
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑμάν ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αμάν
→ δείτε τη λέξη Αμμάν |
Δείτε επίσης : αμάν |
Αμάν ουδέτερο άκλιτο
→ δείτε τη λέξη Αμμάν |