Αιμίλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αιμίλιος < αρχαία ελληνική Αἰμίλιος < λατινική Aemilius < aemulus (ζηλότυπος, ανταγωνιστής)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈmi.li.os/
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑιμίλιος αρσενικό
Αιμίλιος αρσενικό