Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ŝtop-
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Εσπεράντο (eo)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρίζα
1.2.1
Παράγωγα
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ŝtop-
<
αγγλική
stop
Ρίζα
επεξεργασία
ŝtop-
(eo)
ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια:
βουλώνω
,
σταματώ
Παράγωγα
επεξεργασία
ŝtopado
ŝtopi
ŝtopiĝi
ŝtopiĝo
ŝtopilo
και
malŝtopi
reŝtopi