étale
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
étale | étales |
étale (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
étale | étales |
étale (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (ναυτικός όρος) χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίπεδο της θάλασσας παραμένει το ίδιο, δηλαδή δεν αυξομειώνεται
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη étal