Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
étale étales

étale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ακίνητος, στάσιμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
étale étales

étale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίπεδο της θάλασσας παραμένει το ίδιο, δηλαδή δεν αυξομειώνεται

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη étal