érosif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- érosif < érosion
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | érosif | érosifs |
θηλυκό | érosive | érosives |
érosif (fr)
- (γεωλογία)
- διαβρωτικός
- που φθείρεται εύκολα
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | érosif | érosifs |
θηλυκό | érosive | érosives |
érosif (fr)