équilibrant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | équilibrant | équilibrants |
θηλυκό | équilibrante | équilibrantes |
Επίθετο
επεξεργασίαéquilibrant (fr)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη équilibre
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | équilibrant | équilibrants |
θηλυκό | équilibrante | équilibrantes |
équilibrant (fr)