épaississant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épaississant | épaississants |
θηλυκό | épaississante | épaississantes |
Επίθετο
επεξεργασίαépaississant (fr)
- που αυξάνει το ιξώδες ενός διαλύμματος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη épais