Ετυμολογία

επεξεργασία
émir < αραβική أمير (ʾāmyr, πρίγκιπας)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.miʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
émir émirs

émir (fr) αρσενικό