émetteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- émetteur < émettre
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | émetteur | émetteurs |
θηλυκό | émettrice | émettrices |
émetteur (fr)
- που εκπέμπει
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
émetteur | émetteurs |
émetteur (fr) αρσενικό
- ο πομπός