Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.di.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
édition éditions

édition (fr) θηλυκό

  1. η έκδοση
    édition limitée - περιορισμένη έκδοση

Συγγενικά

επεξεργασία