Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.di.sjɔ.ne/

éditionner (fr)

  1. κάνω κατάλογο των διαφόρων εκδόσεων
  2. δημοσιεύω σε διαφορετικές εκδόσεις

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη éditer