écologiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
écologiste | écologistes |
écologiste (fr)
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
écologiste | écologistes |
écologiste (fr)
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη écologie