Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
éclusée éclusées

  Ουσιαστικό επεξεργασία

éclusée (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη écluse