éclairagiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éclairagiste < éclairage
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.klɛ.ʁa.ʒist/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éclairagiste | éclairagistes |
éclairagiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σπεσιαλίστας του φωτισμού