échu
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- échu < échoir
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | échu | échus |
θηλυκό | échue | échues |
échu (fr)
- που έχει λήξει
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | échu | échus |
θηλυκό | échue | échues |
échu (fr)