Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
échelade échelades

  Ουσιαστικό επεξεργασία

échelade (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη échelle