Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
échauffourée échauffourées

échauffourée (fr) θηλυκό

il y a eu des échauffourées entre les forces de l'ordre et les manifestants
έγιναν επεισόδια μεταξύ των σωμάτων ασφαλείας και των διαδηλωτών