échancrure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- échancrure < échancr(er) + -ure
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ʃɑ̃.kʁyʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
échancrure | échancrures |
échancrure (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
échancrure | échancrures |
échancrure (fr) θηλυκό