Ετυμολογία

επεξεργασία
ébrasure < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.bʁa.zyʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ébrasure ébrasures

ébrasure (fr) θηλυκό