ébrasure
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ébrasure < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ébrasure | ébrasures |
ébrasure (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ébrasure | ébrasures |
ébrasure (fr) θηλυκό