ébrèchement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ébrèchement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.bʁɛʃ.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ébrèchement | ébrèchements |
ébrèchement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
ébrèchement | ébrèchements |
ébrèchement (fr) αρσενικό