çırılçıplak
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- çırılçıplak < (με αναδιπλασιασμό) çı-r(ıl)- + çıplak
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαçırılçıplak (tr)
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς γυμνός
- ≈ συνώνυμα: çırçıplak (σπάνιο), dımdızlak, anadan doğma, anadan üryan