Ετυμολογία

επεξεργασία
çıplaklık < çıplak (γυμνός) + -lık

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃɯpɫɑkˈɫɯk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: çıp‐lak‐lık

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

çıplaklık (tr)