Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δάκρυ τα δάκρυα
      γενική του δακρύου
δάκρυου(ποιητικό)
των δακρύων
    αιτιατική το δάκρυ τα δάκρυα
     κλητική δάκρυ δάκρυα
Δείτε και το δάκρυο.
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δάκρυ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δάκρυ [1]
οι άλλες πτώσεις από το δάκρυο (δάκρυον στην καθαρεύουσα) < μεσαιωνική ελληνική δάκρυο και δάκρυον < αρχαία ελληνική δάκρυον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δάκρυ ουδέτερο

  1. σταγόνα υγρού που κυλάει από τους δακρυϊκούς πόρους του ματιού όταν κάποιος δακρύζει ή κλαίει ή λόγω κάποιου ερεθισμού
    ※  Κι εσφούγγισε το δάκρυ του με την ολόμαυρην άκραν της φουστανέλας του (Κώστας Κρυστάλλης, Εις την στάνην του μπάρμπα μου)
  2. οτιδήποτε έχει το σχήμα σταγόνας
    ※  Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος ποὺ κρυμμένο, τρεμουλιαστό, μὲ δροσοδάκρυα ραντισμένο, καὶ γελαστό (Κωστής Παλαμάς, "Ἓν ἄνθος")
  3. οι στάλες της ρητίνης διαφόρων δέντρων ή σχίνων
  4. τεχνητή ουσία αντί δακρύων για να αντιμετωπισθεί η ξηροφθαλμία
    Πρέπει να χρησιμοποιήσετε τεχνητά δάκρυα

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δάκρυ



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

δείτε και την κλίση του δάκρυον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δάκρῠ τὰ δάκρῠ
δάκρη
      γενική τοῦ δάκρῠος τῶν δακρῠ́ων
      δοτική τῷ δάκρῠῐ̈ τοῖς δάκρῠσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δάκρῠ τὰ δάκρῠ
     κλητική ! δάκρῠ δάκρῠ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δάκρῠε
γεν-δοτ τοῖν  δακρῠ́οιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κόνδυ' όπως «κόνδυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δάκρυ

  • ποιητικός τύπος του ουσιαστικού δάκρυον

  Πηγές επεξεργασία