αδάκρυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδάκρυτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀδάκρυτος [1] < ἀ- στερητικό + → δείτε τη λέξη δακρύω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αδάκρυτος
- που δεν δακρύζει
- (μεταφορικά) άπονος, ασυγκίνητος
- (σπάνιο) άκλαυτος
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη δάκρυ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αδάκρυτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας